- δίπλαξ
- ο, η (Α δίπλαξ)νεοελλ.1. διπλή σανίδα, διπλοσανίδα, μαδέρι2. ναυτ. στερεό δοκάρι καρφωμένο στο μήκος τού τοίχου ξύλινου σκάφους, μπακαλιάροςαρχ.1. διπλωμένος2. διπλός3. το θηλ. ως ουσ. α) χλαίνη που διπλώνει στα δύο, διπλός μανδύαςβ) δίμιτη χλαίνη, διπλά υφασμένη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δίπλαξ είναι σύνθετη από τα δι-* (βλ. δις) και πλαξ (πρβλ. τρίπλαξ και λατ. duplex, rplex, ουμβρ. tuplax «δίκρανο»). Το β' συνθετικό τής λέξεως (-πλαξ) είναι αμφίβολης προελεύσεως. Συνδέθηκε αφ' ενός με το πλέκω (πρβλ. λατ. -plex με τα plico, plecto «διπλώνω»), αφ' ετέρου με το πληγή, ενώ κατ' άλλους είναι το γνωστό πλαξ «πλάκα, επιφάνεια»].
Dictionary of Greek. 2013.